- παρατυπώ
- παρατυπώ, παρατύπησα βλ. πίν. 73
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
παρατυπώ — έω [παράτυπος] ενεργώ παρά τους τύπους, παρά τους κανόνες, κάνω παρατυπία … Dictionary of Greek
παρατυπώ — παρατύπησα, ενεργώ παρά τους κανόνες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρατυπώνω — παρατυπῶ, όω, ΝΑ νεοελλ. 1. τυπώνω εσφαλμένα, λανθασμένα 2. τυπώνω πάρα πολλά, περισσότερα από όσα χρειάζονται αρχ. (μόνον το μέσ.) παρατυποῡμαι 1. τυπώνω τη σφραγίδα σφάλερά, παραποιώ («τὸ παρασημηνάμενος ὁ Θουκυδίδης ἐπὶ τοῡ παρατυπώσασθαι τῆν… … Dictionary of Greek
παρατύπωσις — ώσεως, ἡ, Α [παρατυπώ] η πράξη και το αποτέλεσμα τού παρατυπώ, ψεύτικη αποτύπωση, κίβδηλο, παραποιημένο αντίτυπο ενός πρωτοτύπου … Dictionary of Greek
παρατυπωτικός — ή, όν, Α [παρατυπώ] αυτός που απεικονίζει, παριστάνει, εκφράζει ή απομιμείται απατηλά, εσφαλμένα. επίρρ... παρατυπωτικῶς Α με εσφαλμένη απεικόνιση … Dictionary of Greek